- μεντελισμός
- και μενδελισμός, οβιολ. θεωρία που εξηγεί τον γενικό μηχανισμό τής κληρονομικότητας με βάση τους νόμους τού Μέντελ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μέντελ, Γκρέγκορ — (Gregor Mendel, Χέντσεντορφ, Σιλεσία 1822 – Μπρνο 1884). Αυστριακός βοτανικός και αυγουστινιανός μοναχός. Ο Μ. είχε εξαιρετικές επιδόσεις στο σχολείο και, επειδή οι πόροι της οικογένειάς του ήταν περιορισμένοι, στην προσπάθειά του να ακολουθήσει… … Dictionary of Greek